ἀμετάβολος — without modulation masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάβολος — η, ο (Α ἀμετάβολος, ον) [μεταβάλλω] αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μεταβάλλεται, ο αμετάβλητος αρχ. (ως μουσικός όρος) (σύστημα, αρμονία) χωρίς μετατροπία ή μετατονισμό, δηλαδή μετάβαση από τον έναν τόνο στον άλλο … Dictionary of Greek
ἀμεταβόλως — ἀμετάβολος without modulation adverbial ἀμετάβολος without modulation masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάβολον — ἀμετάβολος without modulation masc/fem acc sg ἀμετάβολος without modulation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβόλοις — ἀμετάβολος without modulation masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβόλου — ἀμετάβολος without modulation masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβόλων — ἀμετάβολος without modulation masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταβόλῳ — ἀμετάβολος without modulation masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάβολα — ἀμετάβολος without modulation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάβολοι — ἀμετάβολος without modulation masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)